- αἰγειροφόρος
- αἰγειροφόρος, ον,A poplar-bearing, Max. Tyr.29.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιγειροφόρος — αἰγειροφόρος, ον (Α) 1. τόπος όπου φυτρώνουν αίγειροι* 2. ονομασία τής Βοιωτίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴγειρος + φόρος < φέρω] … Dictionary of Greek
αἰγειροφόρος — poplar bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)